ἀντίμοιρος

ἀντίμοιρος
ἀντίμοιρος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αντίμοιρος — ἀντίμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει ίσο μερίδιο με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • Ἀντίμοιρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίμοιρον — ἀντίμοιρος masc/fem acc sg ἀντίμοιρος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντίμοιρον — Ἀντίμοιρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοίρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων. * * * η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. ης) 1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”